- κενοσπουδως
- κενοσπούδωςκενο-σπούδως(в состязании) как бы всерьез, по-настоящему Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κενοσπούδως — κενόσπουδος zealous about frivolities adverbial κενόσπουδος zealous about frivolities masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενόσπουδος — η, ο (Α κενόσπουδος, ον) αυτός που ασχολείται με κενά, μάταια, μηδαμινά πράγματα, ματαιόσπουδος, ματαιόσχολος, αεροκόπος αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ κενόσπουδα τα αντικείμενα απλής περιέργειας. επίρρ... κενοσπούδως (Α) με κενή, μάταιη… … Dictionary of Greek